δριμύτατος

δριμύτατος
δριμύς
piercing
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ACAPNA — ligna Graecis Latinisque, quae fumum non emittunt accensa, alias coctilia, Ulpiano l. 167. ff. de verbor. signific. ligna cocta ne fumum faciant: cuiusmodi tabernam pater Pertinacis Imperat. in Liguriâ exercuisse et coctilia parâsse ac vendidisse …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • φλογοειδής — ές, ΝΑ 1. αυτός που έχει την όψη φλόγας, πυρώδης 2. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, φλόγινος αρχ. 1. (ως ιατρ. όρος) αυτός που έχει φλόγωση («φλογοειδέα ἐρυθήματα», Ιπποκρ.) 2. μτφ. δριμύτατος («κατὰ ἀλκὴν σώματος καὶ θυμοῡ τραχύτητα… …   Dictionary of Greek

  • Κοδρικάς, Παναγιώτης — (Αθήνα 1762 – Παρίσι 1827). Λόγιος και συγγραφέας. Υπήρξε περιώνυμος και δριμύτατος αντίπαλος του Κοραή. Το όνομα Κ. είναι εξαρχαϊσμένος τύπος του επωνύμου της μητέρας του, Κουτρικά. Το πατρικό του επώνυμο ήταν Κατζηλιέρης. Αφού ολοκλήρωσε τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”